- τρόμπα - μαρίνα
- Ο όρος προέρχεται από τον ιταλικό (tromba marina = ναυτική σάλπιγγα). Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, που αποτελείται από ένα μακρόστενο ξύλινο πυραμιδοειδή σωλήνα, μήκους περίπου 2 μ., πάνω στον οποίο είναι τεντωμένη μία και μόνη χορδή από έντερο ζώου, του ίδιου περίπου μήκους με τον σωλήνα. Η χορδή, επάνω, στηρίζεται σε ένα βιδωτό κλειδί, που χρησιμεύει για το κούρδισμα του οργάνου, ενώ στο κάτω άκρο της, λίγο πριν στερεωθεί σε μια λεπτή ξύλινη βάση, περνάει πάνω από έναν καβαλάρη ή γέφυρα, όμοιο περίπου με αυτόν των σύγχρονων έγχορδων οργάνων. Το όργανο παίζεται με ένα σχετικά μικρό τόξο και είναι συνέχεια του επιστημονικού μονόχορδου του Πυθαγόρα. Παράγει μόνο αρμονικούς φθόγγους και έχει έναν καθαρότατο ήχο, που θυμίζει ήχο χάλκινου οργάνου, από όπου ίσως και η ονομασία τρόμπα. Η τ.-μ., που χρησιμοποιήθηκε στη δυτική Ευρώπη γύρω στον 11o ή 12o αι. αλλά που σήμερα εξαφανίστηκε εντελώς, συχνά –εξαιτίας ίσως και του ονόματός της μαρίνα– συγχέεται με το κοχύλι εκείνο, με το οποίο συνηθίζουν να σφυρίζουν οι ναυτικοί και το οποίο εξακολουθούν να ονομάζουν τ.-μ. τουλάχιστον στην Ελλάδα.
Dictionary of Greek. 2013.